Η φιγούρα του κοντή και αρκετά ογκώδης, ουδέποτε ήταν καλός στις κεφαλιές και σπάνια άγγιζε την μπάλα με το δεξί πόδι. Όπως αποδείχθηκε, δεν χρειαζόταν, αφού το αριστερό του ήταν ίσως το καλύτερο από όλα όσα άγγιξαν τη "στρογγυλή θεά" μέχρι σήμερα. Ο Φέρεντς Πούσκας, ο "καλπάζων συνταγματάρχης", δεν είναι πια κοντά μας...
Τα πρώτα χρόνια μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο πλανήτης βρισκόταν σε στάδιο αναδιοργάνωσης. Το ίδιο και το ποδόσφαιρο, το οποίο είχε παραμείνει «ζωντανό» σε ορισμένες χώρες, με ανεπίσημα πρωταθλήματα και φιλικούς αγώνες. Οι ομάδες ανασυντάσσονταν προσπαθώντας να βρουν την παλιά τους αίγλη. Στο προσκήνιο ήρθε ένας σύλλογος, η Κίσπεστ, από μία χώρα, την Ουγγαρία, αρκετά δυνατή και πριν την έναρξη του Πολέμου. Η χώρα της ανατολικής Ευρώπης, εξάλλου, είχε φτάσει μέχρι τον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1938, όπου ηττήθηκε με 4-2 από την τότε κραταιά Ιταλία.
Στις τάξεις της Κίσπεστ συναντήθηκε μία "φουρνιά" εκπληκτικά ταλαντούχων ποδοσφαιριστών, οι οποίοι την οδήγησαν μέχρι την κορυφή. Κότσις, Μπόζικ, αργότερα Τσίμπορ, αλλά πάνω από όλα, ένας άνθρωπος που μόνο με ποδοσφαιριστή δεν έμοιαζε. Η φιγούρα του κοντή και αρκετά ογκώδης, ενώ αγωνιστικά, ουδέποτε ήταν καλός στις κεφαλιές και σπάνια άγγιζε την μπάλα με το δεξί πόδι. Όπως αποδείχθηκε, δεν χρειαζόταν, αφού το αριστερό του ήταν ίσως το καλύτερο από όλα όσα άγγιξαν τη "στρογγυλή θεά" μέχρι σήμερα.
Γεννημένος στη Βουδαπέστη τον Απρίλιο του 1927, ο Φέρεντς Πούσκας έδειξε από μικρός την κλίση του στο ποδόσφαιρο. Στα 16 του ανήκε στην πρώτη ομάδα της Κίσπεστ, της πρώην ομάδας του πατέρα του και γρήγορα έγινε βασικό και αναντικατάστατο μέλος της. Μόλις δύο χρόνια μετά, το 1945, έκανε το ντεμπούτο του με την εθνική Ουγγαρίας, στο πρώτο της παιχνίδι μεταπολεμικά, με την Αυστρία.
Η λήξη του Πολέμου βρήκε το Σοβιετικό κράτος να προσπαθεί να προσαρτήσει περιοχές υπό την επήρεια του. Η Ουγγαρία δεν αποτέλεσε εξαίρεση και απέκτησε κομουνιστικό καθεστώς. Οι εξελίξεις δεν άφησαν ανεπηρέαστο το ποδόσφαιρο και η Κίσπεστ, η ανερχόμενη ομάδα του προαστίου της πρωτεύουσας, μετονομάστηκε σε Χόνβεντ και έγινε στρατιωτικός σύλλογος, ο οποίος είχε το προνόμιο να αποκτά ό,τι καλύτερο υπήρχε στην Ουγγαρία. Το έντονο στρατιωτικό στοιχείο της χώρας και της ομάδας όπου αγωνιζόταν, έδωσε και το προσωνύμιο "Καλπάζων Συνταγματάρχης" στον Πούσκας,
Η Χόνβεντ αποτέλεσε ότι καλύτερο είχε να επιδείξει η Ευρώπη στα χρόνια πριν την καθιέρωση των διεθνών κυπέλλων. Εντός των συνόρων, κατέκτησε τα πρωταθλήματα του 1949, του 1950, του 1952, του 1954 και του 1955. Ως εκ τούτου, αποτέλεσε τη βάση της εθνικής Ουγγαρίας αρχικώς για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1952 στο Ελσίνκι, όπου με αρχηγό τον Πούσκας, το χρυσό μετάλλιο στον τελικό με αντίπαλο τη Γιουγκοσλαβία ήταν εύκολη υπόθεση.
Το 1953, η Ουγγαρία επισκέφτηκε την Αγγλία για να δώσει φιλικό παιχνίδι στο "Γουέμπλεϊ". Μέχρι τότε, η Αγγλοι θεωρούσαν εαυτούς την καλύτερη ομάδα του κόσμου, ενώ χαρακτηριστικό είναι ότι δεν είχαν περάσει πολλά χρόνια από τότε που άρχισαν να ανοίγουν τα σύνορα για να δίνουν φιλικά παιχνίδια, αφού πίστευαν ότι ήταν... άσκοπα. Ενενήντα λεπτά χρειάστηκαν για την πλήρη αποκαθήλωση. Η Ουγγαρία επικράτησε με 6-3 μπροστά σε 100.000 εμβρόντητους θεατές. Με τους Κότσις και Πούσκας (δύο γκολ σε εκείνο το ματς) ως μέσα δεξιά και μέσα αριστερά αντιστοίχως στην επίθεση και τον Χιντεγκούτι ως σέντερ φορ, αλλά λίγο πιο μπροστά, οι Ούγγροι αγωνίστηκαν με ένα ρηξικέλευθο τρόπο, που δεν επέτρεπε σε καμία άμυνα να αντισταθεί. Η επιβεβαίωση ήρθε λίγους μήνες μετά. Στον επαναληπτικό της Βουδαπέστης, η Ουγγαρία κέρδισε με 7-1 την Αγγλία!
Μουντιάλ 1954: Η "Θαυματουργή Ομάδα"
Οι ημέρες της απόλυτης δόξας για την Ουγγαρία θα έρθουν τον επόμενο χρόνο, το 1954. Στο Μουντιάλ της Ελβετίας, ήταν το φαβορί για την κατάκτηση του τροπαίου, αφού δεν είχε ηττηθεί από το 1950. Στα πρώτα δύο ματς, πέτυχε 17 γκολ. Πρώτα ήταν το 9-0 επί της Νότιας Κορέας και ακολούθησε το 8-3 επί της Δυτικής Γερμανίας. Αυτό το παιχνίδι, όμως, στιγμάτισε ο τραυματισμός του αρχηγού της ομάδας, από τον Γερμανό μέσο Βέρνερ Λίμπριχ.
Ο Πούσκας έχασε τον προημιτελικό με την Βραζιλία, ένα παιχνίδι που έμεινε στην ιστορία ως η "Μάχη της Βέρνης", λόγω του... ξύλου μεταξύ των ποδοσφαιριστών. Τα μαρκαρίσματα ήταν πολύ σκληρά και συχνά κατέληγαν σε συμπλοκές, ενώ μετά το τέλος του αγώνα, οι Βραζιλιάνοι εισέβαλαν στα αποδυτήρια των Ούγγρων, αφού θεωρούσαν ότι ο Πούσκας, θεατής στη γραμμή του πλαγίου σε εκείνο το παιχνίδι, επιτέθηκε και τραυμάτισε τον μέσο Πινέιρο. Ξέσπασε καυγάς, μπουκάλια πετάχτηκαν εκατέρωθεν, καθώς και ποδοσφαιρικά παπούτσια. Το γεγονός ήταν ότι οι Μαγυάροι είχαν κερδίσει εντός αγωνιστικού χώρου με 4-2, ενώ το ίδιο σκορ (μετά από παράταση) εμφανίστηκε και στον ημιτελικό με την παγκόσμια πρωταθλήτρια του 1950, Ουρουγουάη, όπου επίσης δεν αγωνίστηκε ο Πούσκας.
Ο τελικός έμοιαζε εύκολη υπόθεση, αφού ήταν με αντίπαλο τη Δυτική Γερμανία. Ο Πούσκας δεν ήταν απολύτως έτοιμος, ωστόσο το ηγετικό του αίτημα να αγωνιστεί (στα όρια της αλαζονείας, όπως αφηγούνται μάρτυρες του περιστατικού) προς τον προπονητή του, Γκούσταβ Σέμπες, δεν γινόταν με μην ικανοποιηθεί.
Στο 9ο λεπτό, το σκορ ήταν ήδη 2-0 από γκολ του ίδιου στο 6’ και του Τσίμπορ στο 8’. Ακολούθησε, όμως, η μαζική πτώση της ομάδας, η οποία χωρίς τον αρχηγό της δεν μπορούσε να βρει τα πατήματά της στο γήπεδο. Ο Πούσκας κούτσαινε και δεν μπορούσε να τρέξει μετά από το πρώτο τέταρτο και οι Γερμανοί αντεπιτέθηκαν. Αλλαγές δεν υπήρχαν στο παιχνίδι και έτσι έπρεπε να βγάλει ολόκληρο το ενενηντάλεπτο. Πέτυχε ένα γκολ ακόμα, το οποίο ακυρώθηκε ως οφσάιντ, ωστόσο οι Γερμανοί, με ένα γκολ του Μόρλοκ και δύο του Χέλμουτ Ραν (το τελευταίο στο 84’), κατάφεραν να πάρουν τη νίκη και να πραγματοποιήσουν μία από τις μεγαλύτερες εκπλήξεις στην ιστορία του παγκοσμίου ποδοσφαίρου.
Η επιστροφή στη Βουδαπέστη, δεν έγινε με τιμές ηρώων στη φιναλίστ για δεύτερο Μουντιάλ στις τρεις τελευταίες διοργανώσεις. Οι βλέψεις για τους Κότσις, Τσίμπορ, Χιντεγκούτι, Μπόζικ και κυρίως Πούσκας ήταν ακόμα υψηλότερες. Ως αποτέλεσμα, ο αρχηγός εκείνης της ομάδας, ο άνθρωπος που επέμενε να αγωνιστεί στον τελικό αν και ήταν τραυματίας, να δεχθεί την κατακραυγή για αυτήν την εθνική ήττα όπως θεωρήθηκε.
abaddon Αρχαιος
Αριθμός μηνυμάτων : 2460 Ημερομηνία εγγραφής : 27/07/2009 Ηλικία : 46 Τόπος : Πειραιάς
Κανείς ποτέ, πάντως, δεν αμφισβήτησε την αξία αυτού του παίκτη. Ούτε και της Χόνβεντ, η οποία συνέχισε να παραδίδει μαθήματα ποδοσφαίρου. Ηδη είχε γίνει γνωστή από τα ταξίδια της σε χώρες της δυτικής Ευρώπης για φιλικούς αγώνες. Το 1956, μάλιστα, συμμετείχε στο πρώτο Κύπελλο Πρωταθλητριών της ιστορίας. Η πορεία προς τον τίτλο περνούσε από τη Χώρα των Βάσκων για το παιχνίδι με την Αθλέτικ Μπιλμπάο...
Η ομάδα βρέθηκε στη Βασκονία, ωστόσο πίσω στην Ουγγαρία υπήρχαν δραματικές εξελίξεις. Οι αλλαγές στην ανατολική Ευρώπη ήταν ήδη πολλές και οι Ούγγροι άρχισαν να εξεγείρονται αυτό το έτος. Οι Σοβιετικοί προσπάθησαν να καταπνίξουν το κίνημα χρησιμοποιώντας στρατιωτικά μέσα. Τα τανκς βρέθηκαν στους δρόμους και σκόρπισαν το θάνατο.
Ο Πούσκας και ορισμένοι συμπαίκτες του στην Χόνβεντ παρακολουθούσαν από αρκετά μακριά αυτές τις εξελίξεις. Ο πρώτος αγώνας στο Μπιλμπάο έληξε με νίκη των Βάσκων (2-0), ενώ ο επαναληπτικός, λόγω των γεγονότων, διεξήχθη στις Βρυξέλλες. Εληξε με 3-3 και η Χόνβεντ αποκλείστηκε. Από το Βέλγιο, αρκετοί ποδοσφαιριστές εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία για να βρουν άσυλο σε κάποια άλλη χώρα, όπου δεν θα κινδύνευαν.
Ο Πούσκας κατέφυγε στην Αυστρία, αλλά δεν κατάφερε να πάρει άδεια για να αγωνιστεί στο πρωτάθλημα της χώρας, αφού είχε τιμωρηθεί από την ΟΥΕΦΑ για δύο χρόνια. Η αιτία ήταν η αποστασία του. Στην πατρίδα, το καθεστώς τον κήρυξε λιποτάκτη, αφού αποχώρησε από τον σύλλογο του στρατού, ενώ ο ίδιος φοβήθηκε να επιστρέψει, αφού κινδύνευε η ζωή του. Επιθυμία του ήταν η Ιταλία, ωστόσο εκεί δεν έγινε αποδεκτός λόγω του αντιποδοσφαιρικού παρουσιαστικού του, αλλά και της ηλικίας του. Στα 30 του χρόνια, αρκετοί ήταν αυτοί που δεν πίστευαν ότι θα μπορούσε να επιστρέψει στην κατάσταση που ήταν πριν τις εξελίξεις του 1956.
Η διασυλλογική καταξίωση
Η λύση ήρθε από την Ισπανία. Ο πρώην προπονητής του στην Χόνβεντ, Εμιλ Οστράικερ, είχε αναλάβει την τεχνική ηγεσία της Ρεάλ Μαδρίτης, η οποία είχε ήδη να κυριαρχεί στο ευρωπαϊκό ποδοσφαιρικό προσκήνιο. Ο Σαντιάγκο Μπερναμπέου είχε δημιουργήσει μία υπερομάδα, η οποία είχε ως ηγέτη την "ξανθιά σαΐτα", τον Αργεντινό Αλφρέντο Ντι Στέφανο. Η άφιξη του 31χρονου Φέρεντς Πούσκας έφερε την καθιέρωση των "μερέγκες" στην κορυφή.
Ο... υπέρβαρος και... ηλικιωμένος Πούσκας έλαβε 10.000 για την μεταγραφή του και μαζί με τον Ντι Στέφανο δημιούργησαν ένα μοναδικό επιθετικό δίδυμο, ασταμάτητο από οποιαδήποτε άμυνα. Συνεπικουρούμενοι από ποδοσφαιριστές επίσης μεγάλης κλάσης, όπως οι Ραϊμόν Κοπά, Φρανθίσκο Χέντο, Χοσέ Σανταμαρία, οι Ντι Στέφανο και Πούσκας οδήγησαν τη Ρεάλ Μαδρίτης σε άλλες δύο συνεχόμενες κατακτήσεις του κυπέλλου Πρωταθλητριών (1959, 1960).
Το 1960, στο "Χάμπντεν Παρκ" της Γλασκόβης, στριμώχτηκαν περισσότεροι από 134.000 φίλαθλοι για να παρακολουθήσουν τον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών μεταξύ αυτής της μαγικής ομάδας και της Αϊντραχτ Φρανκφούρτης. Το τελικό 7-3 προήλθε από τέσσερα γκολ του Πούσκας και τρία γκολ του Ντι Στέφανο και παραμένει (και θα παραμείνει προφανώς) το μεγαλύτερο σκορ σε τέτοιο στάδιο της διοργάνωσης. Ο "Καλπάζων Συνταγματάρχης" είναι ο μοναδικός ποδοσφαιριστής που έχει πετύχει τέσσερα γκολ σε τελικό του κυπέλλου Πρωταθλητριών.
Την επόμενη χρονιά, η Ρεάλ Μαδρίτης αποκλείστηκε από την Μπαρτσελόνα στον πρώτο γύρο του θεσμού, ωστόσο παρέμεινε κυρίαρχη εντός των συνόρων. Από το 1961 μέχρι το 1965 κατέκτησε πέντε πρωταθλήματα, ο Πούσκας ανακηρύχθηκε τέσσερις φορές πρώτος σκόρερ στο πρωτάθλημα, ενώ το 1962 προσπάθησε να κάνει ένα μοναδικό τρεμπλ, αφού είχε κατακτήσει ήδη το κύπελλο και βρέθηκε στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών με αντίπαλο την Μπενφίκα του μεγάλου Εουσέμπιο. Οι "αετοί" της Λισαβόνας κέρδισαν με 5-3 την Ρεάλ Μαδρίτης, με τον 35χρονο Πούσκας να πετυχαίνει και τα τρία γκολ της ομάδας του.
Την ίδια χρονιά, θα έδινε την τελευταία του παράσταση σε διεθνές υπόβαθρο, ως μέλος της εθνικής ομάδας της Ισπανίας. Το καλοκαίρι του 1962 βρέθηκε στη Χιλή για το Παγκόσμιο Κύπελλο. Οι «φούριας ρόχας» είχαν καλή ομάδα, η οποία εκτός του Πούσκας διέθετε τους Φρανθίσκο Χέντο, Λουίς ντελ Σολ και Λουίς Σουάρεθ. Σε έναν όμιλο με Βραζιλία και Τσεχοσλοβακία, τις μετέπειτα φιναλίστ, δύσκολα μπορούσε να αντισταθεί. Η Ισπανία με μία νίκη (επί του Μεξικού) ήταν ουραγός του ομίλου και ο Πούσκας αποχαιρέτησε κατ’ αυτόν τον τρόπο τις διεθνείς διοργανώσεις.
Το τέλος του ως ποδοσφαιριστής ήρθε τέσσερα χρόνια αργότερα. Ενδοξα, αφού κατέκτησε το κύπελλο Πρωταθλητριών του 1966, ένας τίτλος που έκλεισε οριστικά τον κύκλο εκείνης της μεγάλης ομάδας της Ρεάλ Μαδρίτης, ο οποίος θα ξανάνοιγε τρεις δεκαετίες αργότερα. Σε ηλικία 39 ετών, ο Πούσκας "κρέμασε τα παπούτσια" του αλλά δεν αποχώρησε από το ποδόσφαιρο. Αφιερώθηκε στην προπονητική.
Το θαύμα του Γουέμπλεϊ
Το 1970, ο Φέρεντς Πούσκας βρέθηκε στον πάγκο του Παναθηναϊκού, σε μία σεζόν, η οποία, όπως αποδείχθηκε, ήταν η ενδοξότερη στην ιστορία της ομάδας. Οι "πράσινοι" αποκλείοντας κατά σειρά Ζενές Ες, Σλόβαν Μπρατισλάβας, Εβερτον και Ερυθρό Αστέρα βρέθηκαν στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών, ο οποίος θα διεξαγόταν στο "Γουέμπλεϊ" της Αγγλίας. Εκεί, όπου 18 χρόνια πριν, ο Πούσκας είχε διαπρέψει με την εθνική Ουγγαρίας.
Το αποτέλεσμα δεν ήρθε για τους «πράσινους» απέναντι στον πανίσχυρο Αγιαξ της εποχής. Η ομάδα του Γιόχαν Κρόιφ κέρδισε με 2-0, κατακτώντας το πρώτο από τα τρία συνεχόμενα τρόπαια που θα ακολουθούσαν. Παρ’ όλα αυτά, ο "Πάντσο" κατάφερε το αδιανόητο. Εστω και αν ποτέ δεν υπήρξε μεγάλος προπονητής (σύνηθες φαινόμενο με τους μεγάλους παίκτες), γνωρίζοντας καλά τα μυστικά της μπάλας, οδήγησε μία ταλαντούχα ομάδα στην κορυφή της Ευρώπης. Το τρόπαιο μπορεί να μην ήρθε, ωστόσο ο Ούγγρος έμεινε στην ιστορία και για αυτό το κατόρθωμα, προπονητικό αυτήν τη φορά.
Το 1978, βρέθηκε και πάλι στην Ελλάδα, διαδεχόμενος τον Ζλάτκο Τσαϊκόφσκι στον πάγκο της ΑΕΚ, η οποία ήταν νταμπλούχος από την προηγούμενη σεζόν. Στους «κιτρινόμαυρους» έφερε τη «σημαία» του Παναθηναϊκού, τον Μίμη Δομάζο, με τον οποίο είχαν τις καλύτερες σχέσεις. Δεν έμεινε μέχρι τέλους, αφού τον διαδέχθηκε στο μέσο της σεζόν ο Ανδρέας Σταματιάδης. Η ΑΕΚ, πάντως, κατέκτησε το πρωτάθλημα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το 1989 βρέθηκε σε ακόμα μία ελληνική ομάδα, εκτός Ελλάδας, όμως. Πρόκειται για την Ελλάς Μελβούρνης, στην οποία παρέμεινε για τρία χρόνια, μέχρι το 1992. Τη σεζόν 1990-91, κατέκτησε το πρωτάθλημα Αυστραλίας. Αυτός ήταν και ο τελευταίος του σύλλογος. Είχαν προηγηθεί αρκετές ομάδες σε όλον τον κόσμο, ωστόσο μόνο σε αυτές με το ελληνικό στοιχείο κατάφερε να σημειώσει επιτυχίες...
Το 1993 ήρθε ίσως η πιο γλυκιά στιγμή στα χρόνια ενασχόλησής του με το ποδόσφαιρο. Ο κάποτε διωγμένος Πούσκας επιλέχθηκε ως υπηρεσιακός προπονητής της εθνικής ομάδας της πατρίδας του, στα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1994. Η Ουγγαρία δεν προκρίθηκε, ωστόσο ο ίδιος έγινε και πάλι ο εθνικός ήρωας της χώρας.
abaddon Αρχαιος
Αριθμός μηνυμάτων : 2460 Ημερομηνία εγγραφής : 27/07/2009 Ηλικία : 46 Τόπος : Πειραιάς
Ο Φέρεντς Πούσκας ποτέ δεν έκανε υγιεινή ζωή. Το αντιποδοσφαιρκό σουλούπι του εξάλλου, τον προδίδει. Δεν είναι λίγες οι ιστορίες από το πέρασμά του στην Ελλάδα, που τον θέλουν να χρειάζεται... τρία γεύματα για μεσημεριανό για να χορτάσει. Επιπλέον, το αλκοόλ ήταν μία από τις μεγάλες αδυναμίες του.
Εξάλλου, κατά την εξορία του από την Ουγγαρία, οι προπαγανδιστές στηρίχθηκαν σε αυτήν την κατάσταση και δημιούργησαν αρνητικές εντυπώσεις που αφορούσαν ένα χοντρό, μέθυσο ποδοσφαιριστή. Το όνομά του μπορεί να "καθάρισε" όταν επέστρεψε στη χώρα το 1981, μετά από 25 χρόνια εξορίας, ωστόσο οι συνήθειές του δεν άλλαξαν. Δεν ήταν και αυτές που τον κατέστρεψαν, όμως.
Η νόσος αλτσχάιμερ ήταν αυτή που τον έκανε να λυγίσει. Μέσα σε λίγα χρόνια, δεν ήταν σε θέση να αναγνωρίσει ακόμα και παλαιούς συμπαίκτες του, οι οποίοι τον επισκέφτονταν στο σπίτι του στην Ουγγαρία. Τα προβλήματα υγείας πλήθαιναν και κατά συνέπεια το κόστος των θεραπειών. Ο Πούσκας έγινε τραγικός ήρωας, αφού αναγκάστηκε να βγάλει σε δημοπρασία αρκετά από τα υπάρχοντά του, μεταξύ των οποίων και βραβεία που είχε κερδίσει ως ποδοσφαιριστής, για να μπορέσει να εξασφαλίσει χρήματα. Η Ρεάλ Μαδρίτης είχε βοηθήσει οικονομικά τον πάλαι ποτέ ηγέτη της, ενώ έδωσε και φιλικό παιχνίδι το 2005 στην Ουγγαρία με μικτή ομάδα και τα έσοδα διατέθηκαν στον "Καλπάζων Συνταγματάρχη".
Τον Σεπτέμβριο του 2006 εισήχθη στην εντατική νοσοκομείου της Βουδαπέστης, από πρόβλημα αρτηριοσκλήρωσης και πνευμονία. Η κατάστασή του ήταν σοβαρή και όλοι περίμεναν το μοιραίο από μέρα σε μέρα. Ο ίδιος κατάφερε να αντέξει για δύο μήνες, με το ιατρικό προσωπικό να κάνει ό,τι ήταν ανθρωπίνως δυνατό για να τον κρατήσει στη ζωή. Όλα αυτά, με έξοδα του κράτους, αφού ακόμα και τα 2.200 ευρώ που έπαιρνε για σύνταξη ως ένας από τους δέκα "Κορυφαίους Αθλητές της Ουγγαρίας" δεν ήταν αρκετά.
Στις 17 Νοεμβρίου του 2006, ο Φέρεντς Πούσκας εξέπνευσε. Δεν άντεξε άλλο σε αυτήν την άνιση μάχη. Όπως τότε, το 1954, όταν ο τραυματισμός στον αστράγαλο, του στέρησε το μεγαλύτερο όνειρο που είχε, την κατάκτηση του Παγκοσμίου Κυπέλλου. Ένα τρόπαιο που ποτέ δεν κατάφερε να αγγίξει, αλλά που είναι το μοναδικό που λείπει από το βιογραφικό του. Από ένα παλμαρέ που θα ζήλευε κάθε ποδοσφαιριστής, ενός παίκτη που άφησε το προσωπικό του στίγμα στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο...
Η ταυτότητα του Φέρεντς Πούσκας
Ονομα: Φέρεντς Επώνυμο: Πούσκας Ημ. γέννησης: 2 Απριλίου 1927 Τόπος: Βουδαπέστη, Ουγγαρία Θέση: Επίθεση Ομάδες: Χόνβεντ (43-56), Ρεάλ Μαδρίτης (58-66) Διεθνής συμμετοχές: Ουγγαρία 85, Ισπανία 4 Διεθνή γκολ: Ουγγαρία 84 Τίτλοι: Κύπελλο Πρωταθλητριών 3 (59, 60, 66), Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Συλλόγων 1 (60), Πρωτάθλημα Ισπανίας 5 (61, 62, 63, 64, 65), Κύπελλο Ισπανίας 1 (62), Πρωτάθλημα Ουγγαρίας 4 (50, 52, 54, 55), Χρυσό Ολυμπιακό Μετάλλιο 1 (52)